- φήσαντες
- φημίSpir. Prooem.aor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επτάστομος — ἑπτάστομος, ον (Α) 1. (για οχυρωμένες πόλεις) με επτά διόδους, επτά ανοίγματα («ἑπτάστομοι πύλαι», Ευρ.) 2. (για ποταμό) με επτά στόμια («τοῑς στόμασι τοῡ Ροδανοῡ, καὶ μάλιστα οἱ φήσαντες ἑπτάστομον αὐτόν», Στράβ.) … Dictionary of Greek